Σπουργίτια
Σπουργίτια Πασσερίδες (Passeridae)
Παγκοσμίως γνωστά και διαδεδομένα κοινωνικά πουλιά που ζουν εξαρτώμενα σχεδόν από την ανθρώπινη παρουσία, αλλά χωρίς να αποτελούν πουλιά συντροφιάς, είναι οι σπουργίτες.
Στενοί συγγενείς με τις σπίζες αλλά με ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, είναι από τα είδη εκείνα των άγριων πουλιών που δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν την παρουσία των ανθρώπων προκειμένου να επιβιώσουν.
Οι σπουργίτες είναι στιβαρά στρουθιόμορφα πουλιά με κωνικό ράμφος το οποίο και χρησιμοποιούν για να σπάζουν σπόρους οι οποίοι αποτελούν και την κύρια τροφή τους. Η Ευρωπαϊκή τους ονομασία είναι Sparrow και η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει αρκετά είδη τα οποία έχουν ανεπαίσθητες διαφορές μεταξύ τους. Διαφέρουν κυρίως ως προς τον χρωματισμό τους φτερώματός τους ενώ στις συνήθειές τους (διατροφή, αναπαραγωγή) τα είδη είναι σχεδόν παρόμοια.
Πουλιά ανέκαθεν κοινωνικά και θρασύτατα συναντώνται ευρέως σε όλο τον κόσμο. Η παρουσία τους είναι αισθητή όχι μόνο σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και στην Αφρική, καθώς και στην Βόρειο Αμερική αλλά και την Αυστραλία. Ζουν σε πυκνά σμήνη όχι μόνο με πουλιά του είδους τους αλλά συχνά και με διαφορετικά είδη πουλιών, όπως σπίνοι κτλ. Ζουν πάντα κοντά στον άνθρωπο, σε αγροτικές περιοχές, αλλά και σε θαμνώνες, σε συστάδες δέντρων, σε οικισμούς, σε πάρκα, σε ακτές, ακόμα και σε σκουπιδότοπους. Αν και κοινωνικά πουλιά είναι πολύ επιφυλακτικά και δειλά με τον άνθρωπο και φτεροκοπούν μακριά του, φοβούμενα την κάθε του κίνηση.
Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 12 –17 εκατοστά και βάρος γύρω στα 40 γραμμάρια. Όλα σχεδόν τα είδη είναι γεροδεμένα, με φαρδύ κεφάλι, βαρύ σκούρο ράμφος που μαυρίζει κατά την αναπαραγωγική περίοδο και καφεκάστανα πόδια. Γενικά έχουν σκοτεινή και μουντή όψη. Το χρώμα του φτερώματός τους είναι γενικά σκούρο καφέ με μαύρες ραβδώσεις στην πλάτη και τα φτερά ενώ έχουν πιο ανοιχτόχρωμη κοιλιά. Κάποια είδη παρουσιάζουν έντονες ραβδώσεις και στην κοιλιά ενώ τα 5 τελευταία είδη έχουν πιο ανοιχτόχρωμες μπεζ, λευκές και γκρίζες αποχρώσεις, με ράμφος στο χρώμα της άμμου. Τα αρσενικά του είδους στα 3 πρώτα είδη, διαθέτουν μαύρη τραχηλιά και καφετιά ή γκρίζα κορώνα. Τα μάγουλα τους είναι συνήθως υπόλευκα ή ελαφρώς γκρίζα.
Θα το εντοπίσουμε να φωλιάζει σε κοιλώματα τοίχων, σε αεραγωγούς, σε ερειπωμένα κτίσματα, σε κεραμίδια, σε πυκνούς θάμνους, ακόμα και σε δέντρα, σε σχισμές βράχων ή σε φυλλώματα κισσού. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ακόμα και τεχνητές φωλιές όταν αυτές υπάρχουν ή ακόμα να χρησιμοποιήσει και παλιές χελιδονοφωλιές. Κατασκευάζει μεγαλύτερες και πυκνότερες φωλιές από τις σπίζες, χρησιμοποιώντας περισσότερα κλαδιά, βρύα, λειχήνες, τρίχες, άχυρα, φτερά, ξερά χόρτα. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο η θηλυκιά γεννά από 4-6 γαλαζοπράσινα αυγά με σκούρες κηλίδες, και μετά από επώαση 12-14 ημερών ξεπροβάλλουν οι νεοσσοί οι οποίοι μέχρι την 24η μέρα έχουν ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως. Καθʼ όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής φάσης το θηλυκό μπορεί να γεννήσει συνολικά μέχρι και 24 αυγά.
Αν και θεωρείται κατεξοχήν σποροφάγο πουλί, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε σιτηρά και καλαμπόκια, προκαλώντας μέχρι και ζημιές στις καλλιέργειες, τρέφεται συγχρόνως και με έντομα, παράσιτα και προνύμφες εντόμων. Μύγες, κουνούπια, πεταλούδες, μέχρι και ακρίδες αποτελούν μέρος της διατροφής τους. Φρούτα και αγριόχορτα είναι επίσης από τα αγαπημένα τους, ενώ σε περιόδους που υπάρχει έλλειψη τροφής, διεκδικούν με θράσος ακόμα και ψίχουλα ή διάφορα μεζεδάκια από τα τραπέζια των ανθρώπων. Τρώνε απαραίτητα και χαλικάκια για την χώνεψη.
Αγαπημένη τους ενασχόληση είναι το αμμόλουτρο σε φρεσκοσκαμένο χώμα . Το απολαυστικότερο όμως θέαμα που προσφέρουν είναι τα μπάνια σε οποιοδήποτε νερόλακκο σχηματιστεί είτε φυσικό, είτε τεχνητό !!!
Το κελάηδημα των σπουργιτιών συνδυάζει μια ποικιλία από απλά τιτιβίσματα και τετερίσματα, με αργές αλλά και γρήγορες μακριές επαναλήψεις που θυμίζει συχνά κάποια από τα καλέσματα του Φλώρου, του Μελισσοφάγου και άλλοτε της Σουσουράδας.
Αν και υποστηρίζεται η άποψη ότι είναι ένα είδος σε αφθονία, δυστυχώς δεν αληθεύει. Η εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων με συνέπεια την μείωση των εντόμων που είναι απαραίτητα για την σίτιση των νεοσσών, καθώς και ο περιορισμός των καλλιεργειών, έχει μειώσει όχι μόνο τον φυσικό τους βιότοπο, αλλά και μείωση της διαθεσιμότητας της τροφής τους, με συνέπεια να υφίστανται ο αριθμός τους σημαντική μείωση !!!