Κορμοράνος
Κορμοράνος - Phalacrocorax carbo
σώματος, ο λευκός χρωματισμός στο πηγούνι και στα μάγουλα είναι στοιχεία που τον διαφοροποιούν από τη Λαγγόνα. Επίσης είναι χαρακτηριστικά το πράσινο χρώμα των οφθαλμών και οι κίτρινες και λαδί αποχρώσεις στην βάση του ράμφους.
Όταν κολυμπά το σώμα του είναι βυθισμένο μέσα στο νερό και το μόνο που προεξέχει από την επιφάνεια του νερού είναι ο μακρύς λαιμός με το κεφάλι. Επίσης κατά την κολύμβηση το ράμφος είναι ανασηκωμένο προς τα πάνω, χαρακτηριστικό που το κάνει να ξεχωρίζει από το Λαμπροβούτι που το κρατά οριζόντιο. Όπως συμβαίνει με όλα τα υδρόβια πτηνά τα δάχτυλα των ποδιών του ενώνονται με νηκτικές μεμβράνες.
Οι νεαροί Κορμοράνοι έχουν πιο καφετί χρώμα με ανοιχτόχρωμη κοιλιά και λαιμό. Ο Κορμοράνος κάθεται στους βράχους και τα δέντρα, συνήθως όρθιος με τα φτερά μισάνοιχτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κορμοράνοι κουρνιάζουν όλοι μαζί σε επιλεγμένες θέσεις πάνω σε συγκεκριμένα δέντρα.
Τροφή:
Δεινοί δύτες, οι Κορμοράνοι, τρέφονται με ψάρια που πιάνουν κατά τη διάρκεια των καταδύσεων τους. Συνεργάζονται για το σκοπό αυτό πολύ καλά με τους Πελεκάνους, οι οποίοι μη έχοντας την ικανότητα να καταδύονται, πιάνουν τα ψάρια που ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού μετά την καταδίωξή τους από τους
κορμοράνους. Στο ψάρεμα βοηθάει τον Κορμοράνο και το ισχυρό, αγκιστρωτό στην άκρη, ράμφος του.
Αναπαραγωγή:
Οι Κορμοράνοι γεννούν την περίοδο Απριλίου-Μαΐου, 3-4 αυγά. Την περίοδο της αναπαραγωγής το κεφάλι και ο λαιμός αποκτούν ασημόλευκο χρωματισμό ενώ στους μηρούς αναπτύσσονται δύο χαρακτηριστικές άσπρες κηλίδες. Περιοχές της Ελλάδας στις οποίες παρατηρήθηκε αναπαραγωγή είναι η Μικρή Πρέσπα, η λίμνη της Καστοριάς και το Δέλτα του Έβρου. Ο αριθμός των αναπαραγόμενων ζευγαριών των Κορμοράνων είναι πολύ μικρός σε σχέση με το συνολικό αριθμό που επισκέπτονται την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει γιατί μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός από αυτούς παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία μεταναστεύει το καλοκαίρι στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη όπου είναι οι κύριοι τόποι αναπαραγωγής τους.
Η φωνή του, που ακούγεται την περίοδο του ζευγαρώματος, είναι ένα βαθύ και βραχνό «κρα».